- οξυπετής
- ὀξυπετής, -ές (ΑΜ)αυτός που πετάει γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι-πετής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀξυπετής — flying speedily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυπετεῖ — ὀξυπετής flying speedily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀξυπετής flying speedily masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυπετές — ὀξυπετής flying speedily masc/fem voc sg ὀξυπετής flying speedily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυπετεστέρως — ὀξυπετεστέρως (Α) [οξυπετής] επίρρ. πιο γρήγορα, με ταχεία κίνηση … Dictionary of Greek